- χρυσίδιον
- χρῡσ̱ίδιον , χρυσίδιονa small piece of goldneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χρυσίδιον — τὸ, Α (υποκορ. τού χρυσίον) 1. μικρό χρυσό νόμισμα 2. μικρό χρηματικό ποσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσίον «χρυσό νόμισμα» + υποκορ. κατάλ. ίδιον (πρβλ. λιθ ίδιον)] … Dictionary of Greek
χρυσιδάριον — τὸ, Α υποκορ. τ. τού χρυσίον. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσίδιον + υποκορ. κατάλ. άριον (πρβλ. παιδ άριον)] … Dictionary of Greek
ՈՍԿԵԱԿ — (եկայ կամ եկի.) NBH 2 0518 Chronological Sequence: Early classical ա.գ. χρυσίδιον, χρυσίον, χρυσηΐς , χρυσίτης, χρυσῖτις aureolus, la, auri colorem referens. Ոսկի փոքրիկ կամ ազնիւ եւ սիրելի. եւ ոսկեղինիկ. ոսկեղէն կամ ոսկւոյ նման ինչ. որպէս եւ… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
χρυσιδίων — χρῡσ̱ιδίων , χρυσίδιον a small piece of gold neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρυσίδια — χρῡσ̱ίδια , χρυσίδιον a small piece of gold neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)